Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Εκάτη

(της Κυριακής Παπαλεωνίδα)



Τη θλίψη µου εκφράζω µέσα από την ποίηση
Για την αδίστακτη µοίρα, που σηµαδεύει τους ανθρώπους.
Και µε αναγκάζει το προσωπείο να φορώ της πραγµατικότητας.
Να δέχοµαι της µαταιότητας την ανυπαρξία.

Το να µένω και τη ζωή αυτή να υποµένω 
αδύνατο και αβάστακτο φαντάζει.
Η ενοχή µου δαίµονας θα γίνει και θα µε πνίγει, 
θα πάρει τη µορφή µιας γάτας στο σκοτάδι.

Στα µάτια µου πλέον το πέπλο του τέλους
κι εγώ φοβάµαι τον Αλλόκοσµο και τα φάσµατά του.
Στο παλάτι του Ζόφου αρνούµαι να παγιδευτώ. 
Βασίλισσα και υπόδουλη στον Άρχοντα Σκουλήκι.

Ποτέ δε θα σου µαρτυρήσω, 
αν η καρδιά µου, 
κατακτηθείσα από το έρεβος 
Κατέκτησε την άβυσσο.


Θα ορκιζόµουν πως δεν θυµάµαι την ακριβή ηµεροµηνία που µε εγκατέλειψε η δέσποινα Εκάτη, µιας και η µνήµη µου έχει εξασθενίσει από την πάροδο του χρόνου. Όµως το σκοτεινό τελεσίγραφο που άφησε, την πανσέληνο της απελευθέρωσής της, λειτουργεί σαν καρφί που τσιµπά το µαξιλάρι της µνήµης µου κάθε βράδυ. Πέρασαν δεκατρία χρόνια, όµως το φάντασµα της παρουσίας της συνεχίζει να έρχεται χαρούµενο την ίδια ώρα κάθε νύχτα και να µου υπενθυµίζει την ανικανότητά µου ως ανθρώπου. Μία ανικανότητα που την ανάγκασε να σπάσει τα ιερά δεσµά της σχέσης µας και να αφήσει την ύπαρξή µου, για άλλη µια φορά, µοναχική και µετέωρη.

Βρίσκοµαι στη σκοτεινή κλίνη του παρόντος, µέσα σε αυτό το ησυχαστήριο του σώµατος και της ψυχής. Ο µοναχισµός φαίνεται να ταιριάζει στη µοναδικότητα και την ιδιορρυθµία του χαρακτήρα µου. Το λυτρωτικό µου κελί µε προστατεύει από τους δαίµονες του παρελθόντος, οι οποίοι καταδεικνύουν το ανυπόφορο ιστορικό µου. Κάθε βράδυ στο τζάµι του ιδιωτικού µου δώµατος καθρεπτίζονται είδωλα, που παίρνουν άλλοτε την µορφή του προσώπου µου και άλλοτε της αγαπηµένης µου Εκάτης. Τσακισµένος από τη θλίψη, κοιτώ το αιµατοβαµµένο ποίηµα, γραµµένο µε κόκκινο µελάνι, και το καταραµένο δαχτυλίδι, που κείτεται κάτω από τον τελευταίο στίχο. Διαβεβαιώνω τον εαυτό µου πως µε αγαπούσε· αγάπη που, όπως αποδείχτηκε, δεν άξιζα από την πολυαγαπηµένη µου µνηστή.Δεν
αδικώ τη σοφή απόφασή της να µε εγκαταλείψει, γιατί µόνο σοφία και οµορφιά µπορεί να πηγάζουν από τη  µυστήρια αυτή γυναίκα. Όµως µία ασίγαστη φλόγα καίει τα σωθικά µου και φρενίτιδα κατακλύζει το µυαλό µου, όποτε την ενθυµούµαι. 

Κοιτάζοντας τη σελήνη, ξαπλωµένος στην εβένινη κλίνη µου, παρατηρώ να σχηµατίζεται η µορφή της στο τζάµι. Ξεκάθαρα διαφαίνονται τα µαγευτικά της χαρακτηριστικά. Η πάλλευκη, σαν από φίλντισι, επιδερµίδα της, η υακίνθινη µακριά κόµη της, η αψεγάδιαστη  µύτη της, όµοια µε εκείνη ενός γλυπτού, τα γεµάτα ζωή χείλη της, τα οποία µε ένα τους άγγιγµα παρέλυαν το σώµα, και τέλος εκείνα τα µεγάλα διάφανα κυανά µάτια, που σκιαγραφούσαν µε ένα τους βλέµµα την ανθρώπινη ψυχή. Τι θεϊκό µεγαλείο κατέκλυζε τη µορφή της, ενώ η απόκοσµη οµορφιά της συνυπήρχε µε το µυστηριακό τού χαρακτήρα της! Ίσως να µην υπάρχει τέλειο· αν υπάρχει όµως, εκείνη πλησιάζει το πρότυπό του. Σηκώνοµαι από το κρεβάτι του µαρτυρίου και πλησιάζω µε βήµατα αδιατάρακτα και αθόρυβα το παράθυρο. Τότε είναι που εκείνη χαµογελά µε αυτό το µεθυστικό χαµόγελο, ψιθυρίζει µε την ήρεµη και µελωδική φωνή της λέξεις άπιαστες από τη θνητή ακοή και έπειτα επιστρέφει πίσω στη σελήνη. Ερχόταν και έφευγε αέρινη και άπιαστη σαν σκιά. Τι ευεργετική ανακούφιση και παράλληλα τι πόνος µε καταλάµβανε καθώς αποµακρυνόταν ξανά από κοντά µου! Και εγώ να αποµένω φυλακισµένος στο ζοφερό σκοτάδι του δωµατίου. 

Δεν είχα πολύ καιρό στη µονή, όταν ο ηγούµενος µού ζήτησε να µεταβώ στη Βαλτιµόρη, για να εκτελέσω χρέη ιερέα και εξοµολογητή στην εκεί Μητρόπολη, καθώς ο προηγούµενος ταλαιπωρούνταν από µία επιθετική ασθένεια, που του κατασπάραζε τον οργανισµό εκ των έσω προς τα έξω. Θεώρησα αυτή τη συγκυρία ως µοναδική ευκαιρία για να ξεφύγω από τις σκέψεις της αγαπηµένης µου Εκάτης· έτσι ήλπιζα τουλάχιστον. Η Βαλτιµόρη, µελαγχολική όπως την είχα αφήσει, είχε πλέον πληµµυρίσει από αποξενωµένους ανθρώπους που πάλευαν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Στα µάτια µου η Μητρόπολη, µεγαλοπρεπής στο γκρίζο της ατµόσφαιρας, φάνταζε λυτρωτική, ενώ πλήθος πιστών συνέρεε στο εσωτερικό της για να ζητήσει άφεση αµαρτιών. Ουδόλως επηρεάστηκα από τη σιχαµερή φύση των ανθρώπων, ούτε από τις καταχθόνιες σκέψεις των αµαρτιών που µου εκµυστηρεύονταν καθηµερινά µέσα στο µικρό εξοµολογητήριο, το ξύλινο εκείνο κουτί της Πανδώρας. Ένιωθα τους δαίµονες, που το άσυλο του κελιού µου κρατούσε παγιδευµένους, τώρα να εισχωρούν από τις χαραµάδες της δυσπιστίας και του φόβου. 

Νόµιζα πως θα σώσω τον εαυτό µου, εγκλωβίζοντάς τον στο εσωτερικό αυτού του αριστουργηµατικού κτίσµατος. Ο ναός ήταν στολισµένος µε τοιχογραφίες και αγάλµατα άλλης εποχής. Η όψη των αλλόκοτων αναπαραστάσεων από την Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη και των περίτεχνων γλυπτών, που κοσµούσαν το εσωτερικό του ναού, δηµιουργούσε µία αίσθηση δέους και φόβου, καθώς ένιωθες, όπου και αν πήγαινες, το βλέµµα τους καρφωµένο πάνω σου. Ο κολοσσιαίος γυάλινος θόλος, µε τα ποικιλόχρωµα µικρά στρογγυλά παράθυρα, άφηνε το φως να εισχωρεί στο ναό, δηµιουργώντας ένα µεθυστικό χορό από πολύχρωµες φλόγες, που ξόρκιζαν τα επίµονα βλέµµατα των άψυχων θεατών. 

Κάτι πλησίαζε. Το ένιωθα όλο και περισσότερο, µιας και τα βράδια µου πλέον στην κλίνη των αναστεναγµών ήταν ήρεµα και χωρίς τις αναµενόµενες επισκέψεις της οπτασίας της µνηστής µου. Εκείνη τη νύχτα, έµοιαζαν να είχαν αναποδογυρίσει τα πάντα και επικρατούσε µία ουράνια γαλήνη στο φόντο της επίγειας κολάσεως. Η ατµόσφαιρα ήταν καθαρή, καθώς δεν περιβαλλόταν από τη γνώριµη και φιλική οµίχλη, και επικρατούσε µία αλλόκοτη νηνεµία. Η σελήνη είχε χαθεί, κάνοντας τη νύχτα πιο υποχθόνια. Κάποια επιφάνεια ετοιµαζόταν. 

Τακτοποιούσα τις τελευταίες λεπτοµέρειες πριν την αποχώρησή µου, όταν ξαφνικά ακούστηκε το τρίξιµο της βαριάς ξύλινης πόρτας και µία γυναικεία σιλουέτα εισήλθε στο ναό. Ήταν δυσδιάκριτη η µορφή της, όµως κυριεύτηκα από µία ανεξήγητη ανατριχίλα, που έφτασε βαθιά ως τα κόκκαλά µου. Η γυναίκα συνοδευόταν από ένα εκτυφλωτικό και ακαθόριστο φως, ένα φως αγγελικό στη θέαση. Κάτι ψιθύρισε και στη συνέχεια προχώρησε προς το εξοµολογητήριο. Ακολούθησα και εγώ µε τη σειρά µου. Καθώς ξεκίνησε να µου εκµυστηρεύεται το ιστορικό των αµαρτηµάτων της, µία έντονη παραζάλη µε κατέλαβε και  µία ακατάσβεστη φλόγα άρχισε να φουντώνει στην καρδιά µου. Η µελωδία της φωνής της ηχούσε θεραπευτικά, ενώ παράλληλα διατάραζε τη νεκρική σιγή που επικρατούσε τριγύρω. Μία ασυναίσθητη αναδροµή τελέστηκε στο µυαλό µου, ενώ η διασαλευµένη φαντασία µου άρχισε να εικάζει την προέλευση της γνώριµης εκείνης φωνής. Πέρασε µε αυτό τον τρόπο περίπου µία ώρα αφότου ξεκίνησε να ακούγεται η θαυµάσια φωνή και, όταν σταµάτησε, επανήλθα βίαια, µετά την κάθοδο στην άβυσσο της ανάµνησης, στη ζοφερή πραγµατικότητα. Καθότι ανάγκη των αρµοδιοτήτων µου, έπρεπε να τελέσω σωστά το καθήκον µου ως εξοµολογητής και να της προσφέρω άφεση από τις αµαρτωλές της επιλογές. Το έπραξα, παρόλο που πίστευα πως ήταν λάθος. Με τη σειρά της εκείνη αποχώρησε από το ναό, όµως η εικόνα της µακριάς κορακίσιας κόµης της ενίσχυσε τις υποψίες µου. Η σχεδόν διάφανη όψη της άρχισε να εξαφανίζεται µέσα στο πανούργο σκοτάδι, που έµοιαζε να συγκαλύπτει τα ανοσιουργήµατά της. 

Μία ασυγκράτητη µανία φούντωσε µέσα µου και µε γοργό σταθερό βήµα ξεκίνησα να ακολουθώ την πορεία της. Η µανία, η οποία µε είχε κατακτήσει, αγρίευε όλο και περισσότερο καθώς τα λόγια της, που αντηχούσαν µέσα στο κεφάλι µου, άρχισαν να µε στοιχειώνουν. Έστριψε απότοµα σε µία γωνία ενώ συνέχιζα να πορεύοµαι πίσω της, αθόρυβος σαν σκιά. Ο δρόµος οδηγούσε σε µία εγκαταλειµµένη γειτονιά, λίγα µέτρα µακριά από τον καθεδρικό. Το σκηνικό ήταν επιβλητικό και αλλόκοτο, σαν να είχε στηθεί από τα ίδια τα πλάσµατα της κόλασης· ήταν ιδανικό! Ένιωσα να ενώνοµαι µε µία παράξενη δύναµη, η οποία έκανε κάθε αγαθό στοιχείο µέσα στην θρυµµατισµένη µου καρδιά να υποχωρεί, και το µυαλό µου ήταν πλέον κενό από κάθε σκέψη· µια χαοτική τρύπα. Για τα λίγα λεπτά που ακολούθησαν, εγώ ήµουν ο κριτής της µοίρας εκείνης της γυναίκας. Ο διψασµένος για εκδίκηση δαίµονας, που µε είχε κυριεύσει, ώθησε το ασθενικό µου κορµί προς το µέρος της. Με ένα µικρό σάλτο, σαν γάτα που επιτίθεται στο θήραµά της, ίσα για να την προφτάσω µην ξεγλιστρήσει για ακόµη µία φορά από κοντά µου, βρέθηκα δίπλα της και την τράβηξα στην πιο σκοτεινή γωνιά του στενού. Αυτή τη φορά, το σκοτάδι συνωµοτούσε για τη δική µου εύνοια, ενώ εκείνη είχε γίνει η λεία στο δικό της καλοστηµένο παιχνίδι! Το σώµα της σπαρταρούσε, καθώς η αλυσίδα από το ροζάριο έσφιγγε τον αλαβάστρινο λαιµό της, και σε κάθε της εκπνοή η όµορφη θηλιά όλο µίκραινε, κάνοντάς την να µην µπορεί να πάρει τις σωτήριες για την ίδια ανάσες. Τυλιγόταν γύρω της σαν βόας, που πνίγει υποµονετικά το άτυχο θήραµά του, έως ότου αυτό ξεψυχήσει. Έπεσε κάτω νεκρή, χωρίς να κάνει κάποιο ήχο, σαν να ήταν άυλη, σαν να µην υπήρξε. 

Αµέσως µετά την διάπραξη του ειδεχθούς µου εγκλήµατος και κατειληµµένος από απόλυτη ηρεµία, άρχισα να σκέφτοµαι τα µέρη που θα µπορούσα να κρύψω το πτώµα. Τη σήκωσα στα χέρια µου και τη µετέφερα πίσω στον καθεδρικό. Εισήλθα από την πόρτα του υπογείου, που οδηγούσε στις κατακόµβες. Ενώ κατέβαινα τα σκαλιά, ένιωσα µια ανεξήγητη χαρά καθώς µετέφερα τη νεκρή νύφη στην τελευταία της κατοικία. Η ιδέα να την τοποθετήσω µέσα σε κάποιον από τους παλιούς τύµβους φάνταζε εξαίσια· κανείς δεν θα τους άνοιγε και έτσι το µακάβριο µυστικό µου θα έµενε ασφαλές και ενταφιασµένο µαζί µε το πτώµα. 

Ήταν πλέον περασµένα µεσάνυχτα όταν τράβηξα την ταφόπλακα και την τοποθέτησα προσεκτικά µέσα στο σκονισµένο µνήµα. Κάτι όµως έλειπε. Ευθύς έτρεξα προς την άλλοτε 
µαρτυρική µου κλίνη. Το ζοφερό σκοτάδι είχε κατακλίσει το δωµάτιο και µε εµπόδιζε να βρω το καταραµένο δαχτυλίδι. Τότε ξαφνικά εµφανίστηκε, σαν όνειρο, η οπτασία της µνηστής 
µου, Εκάτης. Δεν έµοιαζε, όµως, όπως πρώτα. Το σώµα της, όπως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της, ήταν σαβανωµένα. Μόνο τα µάτια της ξεχώριζαν. Εκείνα τα κυανά µάτια, που, σκιαγραφώντας τα µύχια της ψυχής, γνώριζαν για την άνανδρη πράξη µου και ήταν γεµάτα από θυµό. Αναρίγησα στην όψη τους και, αφού άρπαξα βιαστικά το δαχτυλίδι, κατευθύνθηκα ξανά προς τις κατακόµβες. Άγρια φάσµατα ξεπετάγονταν µπροστά µου, καθώς πνιγόµουν από ενοχές. Κοίταξα πάλι τις σαρκοφάγους που τώρα φαίνονταν κατοικίες πολυτελείς στο βασίλειο του Ζόφου. Φτάνοντας σε εκείνη που είχα τοποθετήσει την άτυχη αγαπηµένη µου, σάστισα από το θέαµα. Το δέρµα, πάλλευκο όπως και τότε, διαταρασσόταν µόνο από ένα λεπτό µελανό σηµάδι, όµοιο µε περιδέραιο, γύρω από το λαιµό, ενώ η υακίνθινη κόµη της έπεφτε πλούσια, αγκαλιάζοντας τα µάγουλά της. Τα µάτια, όµως· τα µάτια ήταν διαφορετικά! Δεν ήταν κυανά, όπως εκείνης! Στην όψη τους άφησα το δαχτυλίδι να κυλίσει από τα χέρια µου. Ω, δαίµονα του τρόµου, αδύνατον να ξεφύγω από σένα! Δεν ήταν εκείνη! Αυτά ήταν κατάµαυρα, κορακίσια, και, κοιτάζοντάς τα, ένιωθα να πέφτω σε µία ατελείωτη άβυσσο. Τότε ήταν που συνήλθα από τη δαιµονική αυτή παραζάλη και, συνειδητοποιώντας την αθλιότητα των πράξεών µου, τοποθέτησα την ταφόπλακα στην αρχική της θέση, εγκλωβίζοντας εκεί µέσα, εκτός από το πτώµα, και το σατανικό µου µισό εαυτό. 

Αφήνοντας πίσω µου το µακάβριο εκείνο τόπο και ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της δικής 
µου απελευθέρωσης, ψιθύρισα το τελευταίο τετράστιχο του ποιήµατος που µου άλλαξε τη ζωή:


Ποτέ δε θα σου µαρτυρήσω, 
αν η καρδιά µου, 
κατακτηθείσα από το έρεβος 
κατέκτησε την άβυσσο...





4 σχόλια: