Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Άκανθες




Άκανθες ολάνθιστες στηλώνονται μπροστά μου,
ακόμα και τα ρόδα εδώ αρνούνται το άρωμά τους.
Στα τέσσερα ως σέρνομαι οσμίζομαι τη σήψη.
Ξερό το χώμα σκίζει τα γόνατά μου.
Ψάχνω ανθρώπους μέσα τους το σκότος να ξυπνήσω,
αυτό που έχουν στο αίμα τους μα να ματώσουν τρέμουν.
Όμως αυτή η ερημιά, άκανθες μόνο θρέφει
με σάρκες όσων διάβηκαν την κόλαση της λήθης.