(του Ezra Pound)
IV
Αυτοί πάντως πολέμησαν,
και μερικοί πιστεύοντας,
pro domo, παντως…
Άλλοι πρόθυμοι για τα όπλα,
άλλοι για περιπέτεια,
άλλοι απ’ το φόβο της αδυναμίας,
άλλοι απ’ το φόβο της αποδοκιμασίας,
άλλοι από αγάπη για τη σφαγή, στη φαντασία,
μαθαίνοντας αργότερα…
άλλοι με φόβο, μαθαίνοντας την αγάπη της σφαγής∙
Μερικοί έπεσαν, pro patria,
non «dulce» non «et decor»…
βούτηξαν ως τα μάτια μέσα στην κόλαση
πιστεύοντας στα ψέμματα των γέρων, ύστερα δυσπιστώντας
επέστρεψαν στην πατρίδα, επέστρεψαν σ’ ένα ψέμμα,
επέστρεψαν σε αμέτρητες απάτες,
επέστρεψαν σε παλιά ψέμματα και νέους εξευτελισμούς∙
τοκογλυφία πωρωμένη και πανάρχαια
και στις δημόσιες θέσεις συκοφάντες.
Τόλμη όσο ποτέ άλλοτε, σπατάλη όσο ποτέ άλλοτε.
Νέο αίμα κι ευγενικό αίμα,
ρόδινα μάγουλα, κι ωραία σώματα∙
σθένος όσο ποτέ άλλοτε
ειλικρίνεια όσο ποτέ άλλοτε,
απογοητεύσεις ανείπωτες στο παρελθόν,
υστερίες, εξομολογήσεις χαρακωμάτων,
καγχασμός μέσα από νεκρές κοιλιές.
V
Πέθαναν μυριάδες,
Κι ανάμεσα τους, οι καλύτεροι,
Για μια φαφούτα γριά σκύλα,
Για ένα μπαλωμένο πολιτισμό,
Γοητεία, χαμόγελο στο ευγενικό στόμα,
Γοργή ματιά που χάθηκε κάτω απ’ της γης το βλέφαρο,
Για δύο γκρόσες σπασμένα αγάλματα,
για μερικές χιλιάδες στραπατσαρισμένα βιβλία.