Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Τα Άσματα του Μαλντορόρ







(...) Μη βρίσκοντας όμως εκείνο που γύρευα, σήκωσα ακόμη πιο ψηλά το τρομαγμένο μάτι μου, κι ακόμη πιο ψηλά, ώσπου διέκρινα ένα θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από περιττώματα ανθρώπινα και χρυσάφι, κι όπου θρονιαζότανε με μιά ηλίθια υπεροψία, το τυλιγμένο κορμί, μ' ένα σάβανο καμωμένο από άπλυτα σεντόνια νοσοκομείου, εκείνου που έχει αυτοτιτλοφορηθεί Δημιουργός! Στο χέρι του κρατούσε τον κορμό ενός πεθαμένου. Πρώτα καταβρόχθιζε το κεφάλι,
κατόπιν πόδια και χέρια, και τελευταίο τον κορμό, μέχρι που δεν έμενε τίποτα πιά. Αφού ακόμα και τα κόκκαλα ροκάνιζε. Ετσι περνούσε τις ώρες της αιωνιότητάς του. Και πότε-πότε μονολογούσε: «Εγώ σας δημιούργησα, δικαίωμά μου λοιπόν να σας κάνω ό,τι θέλω!"

(...) Είδα το Σατανά, το μεγάλο εχθρό, να ορθώνει τα μπερδουκλoυμένα κόκαλα του σκελετού του, ξεπερνώντας και την παράλυση του σα ξωτικό, και στητός, θριαμβευτικός, υπέροχος, ν'αγορεύει στα συγκεντρωμένα πλήθη του. Πόσο μου αξίζει που με κοροϊδεύει...!

(...) 'Ονειρευόμουν πως είχα μπει μέσα στο σώμα ενός χοίρου, και πως μου ήταν δύσκολο από κεί να βγώ, και πως κυλιόμουν στη λάσπη ενός βούρκου. Να το πάρω για ανταμοιβή; Η ευχή μου είχε πιάσει, δεν ανήκα πια στην ανθρωπότητα! Αυτή την εξήγηση έδωσα, και δοκίμασα μιαν ανείπωτη χαρά. Ωστόσο, έψαχνα επίμονα να βρω ποιά να ήταν η ενάρετη πράξη που είχα κάνει για ν' αξίζω από μέρους της Θείας Πρόνοιας μια τέτοια ξεχωριστή εύνοια.


(Από το βιβλίο του Isidore Ducasse, "Τα Άσματα του Μαλντορόρ", εκδ. Εκάτη)









1 σχόλιο: